- εὑρετέος
- εὑρετέος, α, ον(Thu 3, 45, 4) to be discovered / found out πῶς πίστ[ις] εὑρ[ετ]έ̣[α] how faith is to be discerned Ox 1081, 32f (cp. SJCh 90, 9–11, w. difft. syntax).—DELG s.v. εὑρίσκω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
εὑρετέον — εὑρετέος to be discovered masc acc sg εὑρετέος to be discovered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)